κυπριακός

κυπριακός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κύπρο, ή αυτός που προέρχεται από την Κύπρο: Το κυπριακό πρόβλημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κυπριακός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπριακός — ή, ό (Α κυπριακός, ή, όν) [Κύπριος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κύπρο (α. «κυπριακό ζήτημα» β. «κυπριακός πολιτισμός» γ. «παρασκευάζετο τὰς δυνάμεις εἰς τὸν κυπριακὸν πόλεμον», Διόδ.) 2. αυτός που προέρχεται από την Κύπρο («κυπριακὰ… …   Dictionary of Greek

  • Κυπριακά — Κυπριακός neut nom/voc/acc pl Κυπριακά̱ , Κυπριακός fem nom/voc/acc dual Κυπριακά̱ , Κυπριακός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριακῶν — Κυπριακός fem gen pl Κυπριακός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριακόν — Κυπριακός masc acc sg Κυπριακός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριακοῖς — Κυπριακός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριακῇ — Κυπριακός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριακή — Κυπριακός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριακῷ — Κυπριακός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”